- πλεονεξία
- η, ΝΜΑ [πλεονεκτώ]η ιδιότητα τού πλεονέκτη, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν τό δικαιούται (α. «πάντων δ' αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», Θουκ.β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ)μσν.-αρχ.1. κέρδος, ὁφελος («οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑποπίπτειν τῷ διαβόλῳ ποιεῑ, ὡς τὸ τοῡ πλείονος ἐφίεσθαι καὶ πλεονεξίας ἐρᾱν», Ιωάνν. Χρυσ.)2. πλεονεκτική θέση, υπεροχή (α. «αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι», Ισοκρ.β. «πλεονεξία ψυχής», Πλωτ.)3. επιθετικότητα, εχθρική ενέργεια («πλεονεξίαν τὴν μοιχείαν ἐκάλεσετοῡ γὰρ μὴ προσήκοντος ἅπτεται ὁ γάμον διορύττων ἀλλότριον», Θεοδώρ.)4. αφθονία («τούτων ἡ παρὰ φύσιν πλεονεξία καὶ ἔνδεια τῆς χώρας», Πλάτ.)αρχ.1. υπεροχή, λαμπρότητα («πλεονεξία ψυχῆς», Πλωτίν.)2. μεγαλύτερη συμμετοχή («...καὶ καθ' ὁτιοῡν τῶν ἀγαθῶν πλεονεξία τις τῶν πολιτικῶν δικαίων τοῑς ὑπερέχουσιν», Αριστοτ.)3. φρ. «ἐπὶ πλεονεξίᾳ» — προς ίδιον όφελος, για προσωπικό κέρδος («...μὴ ἐπὶ πλεονεξίᾳ, ἀπὸ ἴσου δὲ μάλιστα ἐπιόντες», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.